- μεταστρατοπεδεύσασθαι
- μεταστρατοπεδεύωshift one's groundaor inf midμεταστρατοπεδεύωshift one's groundaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.